 |
Θα μετρήσω ως το δέκα
κι όποιος βγει θα τα φυλάει.
Ένα, δύο τρία, ..., δέκα.
|
 |
Εναράκι, δυαράκι,
τριαράκι,
τεσσαράκι, πενταράκι, εξαράκι
,εφταράκι, οχταράκι,
εννιαράκι, δεκαράκι ,Βασιλάκη.
[Μακεδονία]
|
 |
Ένα, δύο, πέντε, δέκα
και του Παντελή η γυναίκα
έσκυψε να πάρει πέτρα
να χτυπήσει την Αννέτα
κι η Αννέτα το Γιωργάκη
το χρυσό παλικαράκι.
|
 |
Ένα, δύο, τρία,
πήγα στην κυρία,
μου 'δωσ' ένα μήλο,
μήλο δαγκωμένο,
το 'δωσα στην κόρη,
έκανε αγόρι,
το 'βγάλε Θανάση,
σκούπα και φαράσι.
|
 |
-Είσαι Κινεζάκι;
-Ναι.
-Τρως πολύ ρυζάκι;
-Ναι.
-Πόσες κουταλίτσες την ημέρα τρως;
-Εφτά
(π.χ.)
-Μία, δύο, τρεις, ..., εφτά.
|
 |
Ένα, δύο, τρία ,τέσσερα, πέντε,
έξι, εφτά, οχτώ, εννέα, δέκα,
και του Παντελή η γυναίκα
πήγε ν' αγοράσει γάλα
και κατάπιε την
κουτάλα.
-Πού να πάει να γιατρευτεί;
-Στην
Αγια-Παρασκευή
που
'χει δώδεκα γιατρούς
και
σαράντα παλαβούς.
|
 |
Τρεις εφτά είκοσι μία
κι ο παπάς τριάντα μία
βάζω στοίχημα δεκάξι
κι όποιος βγει
θα τα φυλάξει.
|
 |
Ένα κι ένα δυο,
την κόρη σου αγαπώ,
δώσε την μου να την πάρω
με παπά και με κουμπάρο,
γιατί, αν δε μου τη δώσεις,
αύριο θα μετανιώσεις,
αύριο, μεθαύριο,
φεύγω για το Λαύριο.
Ο! Ο! Ο! Ι! Ι! Ι!
Τα φυλάς εσύ.
|
 |
Άκατα μάκατα
σούκου τουμπέ
άμπερ φάμπερ ντομινέ
άκατα μάκατα σούκου τουμπέ
άμπερ φάμπερ, βγε!
|
 |
Α μπε μπα μπλομ
του κίθε μπλομ
α μπε μπα μπλομ του κίθε μπλομ
μπλιμ μπλομ.
|
 |
Α μπε μπα μπλομ
του κίθε μπλομ
α μπε μπα μπλομ
του κίθε μπλομ
μπλιμ μπλομ.
Σα θα πάμε κει
στη Νότια Αμερική
θα δούμε τον Ερμή
να παίζει μουσική
με κόκκινο
(ή κίτρινο κ.τ.λ.)
σκουφί
(ή βρακί).
|
 |
-Έχω
έν' αυτοκίνητο
που όλο-όλο τρέχει.
-Και πού θα σταματήσει;
-Στη
Γαλλία.
(π.χ.)
-Και τι χρώμα θα ζητήσει;
-Μπλε.
(π.χ.)
-Η Γαλλία έχει χρώμα μπλε.
|
 |
Ε-ε-πικοντέ
λα μαρίνα φισοντέ
πάρ' την κάπα σου λαντέ
πικ!
Έπετι πονό σιγανό κιγκέ
κι από τη σαφά μα πορτέ πορτέ
κλακϊ.
Στο παιδί που θα του τύχει αυτή η λέξη δίνουν
ένα χαστούκι και
συνεχίζουν:
Μαντάμ σιγανό κιγκέ
ντέμο ντεμοντέ
αποστίπαρλά
Εν ντε σχε βου ντε πα.
[Βόλος]
|
 |
Ανεβαίνω στη συκιά
και πατώ στην καρυδιά,
πίνω το γλυκό κρασί,
απ' την κούπα τη χρυσή
και φωνάζω κούι κούι,
μα κανένας δε μ' ακούει.
Ανεβαίνουν τα παιδιά,
σαν του Μάη τα κλαριά,
ανεβαίνουν τα κορίτσια,
τα λιγνά σαν κυπαρίσσια,
ανεβαίνουν κι οι γριές
με τις κεντητές ποδιές.
Ανεβαίνουν κι οι παπάδες
με τις κόκκινες λαμπάδες,
ανεβαίνουν τα
παιδάκια με τα κόκκινα βρακάκια,
ανεβαίνω και εγώ
με το κόκκινο τ' αυγό.
|
 |
Ανέβηκα στην πιπεριά
να κόψω ένα πιπέρι
κι η πιπεριά τσακίστηκε
και μου 'κοψε το χέρι.
Δώσ' μου το μαντιλάκι σου
το χρυσοκεντημένο
να δέσω το χεράκι μου,
που είναι ματωμένο.
|
 |
Από δω κι από κει
θα στήσω ένα γεφύρι,
για να περάσει η αγάπη μου να πάει στο πανηγύρι.
Η Θεσσαλία να καεί
κι ο Βόλος να βουλιάξει
και
τα καημένα Τρίκαλα θεός να τα
φυλάξει.
|
 |
Αγγελικούλα ζάχαρη, Αγγελικούλα μέλι,
Αγγελικούλα κρύο νερό που
πίνουν οι άγγελοι.
Η Αγγελικούλα αρρώστησε, της βάλανε αβδέλλες
και τρέχανε τα αίματα σαν κόκκινες κορδέλες.
[Γιάννενα]
|
 |
Τώρα βγήκε νέα μόδα τα μαλλιά βερίκοκο
και οι ψείρες στο κεφάλι
παίζουνε κυνηγητό.
[Λακωνία]
|
 |
Τώρα βγήκε νέα μόδα
του γαϊδάρου την ουρά
να την παίρνουν τα κορίτσια να την κάνουν
κατσαρά.
[Ανδριανούπολη]
|
 |
Τώρα άλλαξε η μόδα,
τα μαλλάκια ρικοκό
η μαμά στο καφενείο
ο μπαμπάς με το μωρό.
Ω! ω! ω! κάνει το μωρό,
θέλει παγωτό,
μα δεν του δίνω εγώ,
γιατί έχει πυρετό
σαράντα και μισό.
[Θεσσαλία]
|
 |
Μια κουκουβάγια βρομερή
πίσω απ' την πόρτα κατουρεί
και της φωνάζει ο μυλωνάς:
«Φύγε απ' εδώ, γιατί βρομάς».
[Βόλος]
|
 |
Ανέβηκα σ' ένα βουνό
και είδα ένα γουρούνι
το κοίταζα καλά-καλά
και σου 'μοιάζε στη μούρη
'γω, 'γω, 'γω,
συ, συ, συ,
βγαίνεις και τα φυλάς εσύ!
|
 |
Της κουμπάρας το παιδί
έπεσε απ' το σκαμνί,
βάρεσε στο πόδι του
και στο καλαπόδι του.
Ώσπου να 'ρθει η μάνα του
κι η σκύλα η αδερφή του,
επρόφτασεν ο άγγελος
του πήρε την ψυχή
του.
|
 |
Μπαμ στα νέα
μπαμ στ' αρχαία
μπαμ στα μαθηματικά
και του χρόν' στην ίδια τάξη
θα περάσουμε καλά
με μια βολτίτσα στην παραλίτσα
κι ένα χωνάκι παγωτό.
|
 |
Πρώτη, δευτέρα
μες στην μπουμπουνιέρα
τρίτη, τετάρτη
μέσα στο παλάτι
πέμπτη, έκτη
ξύλο που μας πέφτει.
[Θεσσαλία]
|
 |
Ο Αδάμ κι η Εύα
παίζανε κρυφτό
κι ο Αδάμ της λέει:
«Εύα, σ'
αγαπώ»,
του-μπο-φλο.
|
 |
Τζένη Καρέζη,
Κώστας Κακαβάς,
Αλίκη
Βουγιουκλάκη
εσύ θα τα
φυλάς!
|
 |
Κορίτσια μην περάσετε
απ' την οδό Σταδίου,
γιατί σας περιμένουνε
αγόρια γυμνασίου.
Ο ένας είναι φοιτητής,
ο άλλος δικηγόρος,
ο τρίτος ο μικρότερος
είναι αεροπόρος
(ή
λιμοκοντόρος).
Η πρώτη βγαίνει με μαγιό,
η άλλη με μπικίνι,
η τρίτη η μικρότερη
φοράει σούπερ μίνι.
Ο πρώτος λέει «σ' αγαπώ»,
ο άλλος «θα σε πάρω»
κι ο τρίτος ο μικρότερος
«στεφάνι θα σου βάλω».
|
 |
Είμαι η Πίπη
η Φακιδομύτη
και 'χω μια μύτη
ως το νεροχύτη
κι όταν την πιάνω
παίζω πιάνο
κι όταν την αφήνω
παίζω μαντολίνο.
|
 |
Σε μερικά λαχνίσματα, πριν η μάνα αρχίσει ν' απαγγέλλει,
βάζει τη
δεξιά
γροθιά της όρθια στο στόμα και λέει: «Μπουφ!»,
όπως στο:
Ο Καρακατσάνης
μπήκε στο τηγάνι
κι έφαγε τ' αυγά.
Γιατί, Καρακατσάνη
μπήκες στο τηγάνι
κι έφαγες τ' αυγά;
Φάε τώρα μία καρπαζιά.
|