ΜΥΣΤΡΑΣ

Ο Μυστράς, στα 1262, βρισκόταν στην περιφέρεια του μικρού βυζαντινού προγεφυρώματος. Το σημαντικότερο κέντρο ήταν η Μονεμβασιά, εμπορικό λιμάνι που επικοινωνούσε εύκολα με την Κωνσταντινούπολη και σ' αυτό εγκαταστάθηκε ο διοικητής, η "κεφαλή", της νέας επαρχίας. Ο Μυστράς ήταν ακόμα ένα μεθοριακό φυλάκιο μέσα σε εδάφη που έλεγχαν οι Φράγκοι. Το κάστρο του Μυστρά, παρ' όλα αυτά, αναπτύχθηκε γρήγορα σε αστικό κέντρο. Οι ορθόδοξοι χριστιανοί κάτοικοι της Λακεδαιμονίας άρχισαν να εγκαταλείπουν την πόλη τους για τον Μυστρά, προτιμώντας την εξουσία ενός ομόδοξου διοικητή που τους έδινε τη δυνατότητα να τελούν τη χριστιανική λειτουργία σύμφωνα με το τυπικό της Ανατολικής Εκκλησίας. Η τοποθεσία δεν ήταν ιδιαίτερα κατάλληλη για την ανάπτυξη μιας πόλης. Ο λόφος είχε απότομες πλαγιές και υπήρχαν ελάχιστα επίπεδα σημεία. Το νερό όμως ήταν άφθονο, καθώς υπήρχαν πηγές στη δυτική πλαγιά του λόφου κι οι βροχοπτώσεις ήταν συχνές. Ο λόφος όταν ήρθαν οι Βυζαντινοί, δεν είχε άλλα κτίσματα εκτός από το φρούριο στην κορυφή και λίγα σπίτια χαμηλότερα, όπου μάλλον κατοικούσαν οι οικογένειες της φρουράς. Ένα σχετικά ευρύχωρο πλάτωμα υπήρχε στη μέση της ανατολικής πλαγιάς του λόφου κι εκεί οι Φράγκοι είχαν κτίσει ένα μεγάλο κτίριο. Ίσως εδώ να έμενε ο διοικητής της φρουράς -όταν η παρουσία του δεν ήταν απαραίτητη στο κάστρο- και η οικογένεια του. Στο χώρο αυτό θα κτισθεί αργότερα το συγκρότημα των βυζαντινών παλατιών.

 

Ο  ΜΥΣΤΡΑΣ  ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ  ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

 

Ο 13ος αιώνας κλείνει με σημαντικές διοικητικές αλλαγές για τη βυζαντινή Πελοπόννησο. Στα 1289, η "κεφαλή" της επαρχίας μεταφέρεται στον Μυστρά. Οι Βυζαντινοί έχουν πια σταθεροποιήσει τη θέση τους στην κοιλάδα του Ευρώτα κι η Μονεμβασιά, στο νοτιοανατολικό άκρο της ζώνης που ελέγχουν, έχει κακή γεωγραφική θέση ώστε να αποτελεί την πρωτεύουσά της. Ο Μυστράς ήταν πιο κατάλληλος. Ο Ταΰγετος τον προστάτευε από τα ανατολικά κι η πλούσια κοιλάδα του Ευρώτα, η πιο εύφορη περιοχή της βυζαντινής ζώνης, βρισκόταν υπό τον άμεσο έλεγχο του. Με τη μεταφορά του πολιτικού και εκκλησιαστικού κέντρου της επαρχίας στον Μυστρά ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο για την ιστορία της πόλης.

Η ΤΡΙΜΕΡΗΣ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΟΥ ΜΥΣΤΡΑ

Οι συχνές εχθροπραξίες με τους Φράγκους, που ελέγχουν την κοιλάδα του Ευρώτα ως το 1270 περίπου, επέβαλλαν την τείχιση του οικισμού. Από το κάστρο στην κορυφή του λόφου, τα τείχη κατέβαιναν στην ανατολική πλαγιά κι από τις δύο πλευρές, μέχρι το πάτωμα, όπου αναπτύχθηκε το συγκρότημα των ανακτόρων. Εκεί ενώνονταν με ένα τρίτο τείχος, σχηματίζοντας, έτσι, σχεδόν ένα τρίγωνο. Το τμήμα της πόλης, που περικλειόταν απ' αυτό το τείχος, λεγόταν "Άνω Χώρα". Κάτω από την "Άνω Χώρα" υπήρχε ένα δεύτερο τμήμα του οικισμού, που έφτανε ως τους πρόποδες του λόφου κι ήταν περιτριγυρισμένο από ένα δεύτερο τείχος. Το όνομα της ζώνης αυτής ήταν Μεσοχώρα κι εδώ βρίσκονταν τα περισσότερα σπίτια της πόλης. Η τριμερής διαίρεση της πόλης, σε κάστρο, Άνω και Κάτω Χώρα, φαίνεται ότι ήταν συνηθισμένη στα Υστεροβυζαντινά χρόνια. Οι τρεις διακριτές ζώνες δεν δήλωναν όμως και κάποιους διαχωρισμούς των κατοίκων, ανάλογα με την κοινωνική τους θέση. Στον Μυστρά, σπίτια πλουσίων υπήρχαν τόσο στη συνοικία του παλατιού, όσο και στις γειτονιές της Μεσοχώρας. Ο τριπλός αμυντικός περίβολος μάλλον προστάτευε από τους εξωτερικούς εχθρούς παρά διαχώριζε τις κοινωνικές ομάδες μεταξύ τους. Αυτή την εποχή ο εχθρός δεν απειλεί κάποια μακρινά σύνορα, αλλά είναι ο γείτονας-στην περίπτωση του Μυστρά οι Φράγκοι βαρόνοι της Πελοποννήσου. Ο κατακερματισμός της πολιτικής εξουσίας στη χερσόνησο και η απουσία ενός ισχυρού συγκεντρωτικού κράτους επέβαλαν την οργάνωση.

 

ΤΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ ΤΟΥ ΜΥΣΤΡΑ

 

Μια μέρα, στον καιρό της τουρκοκρατίας, ένας πασάς ανέβηκε σε ένα βουνό, κοντά στο Μυστρά, να χαρεί την ομορφιά της τοποθεσίας. Σαν έφτασε στην κορυφή στάθηκε σε μια μεριά και έριξε γύρω το βλέμμα του.   -Ποπό! τι ομορφιές! Φώναξε. Α! εδώ η ψυχή του ανθρώπου αγαλλιάζει. Μπρος! σφάξτε ένα αρνί και ψήστε το στη σούβλα, να φάω και να ευχαριστηθώ. Οι δούλοι του πασά στρώθηκαν στη δουλειά, για να  ευχαριστήσουν τον αφέντη τους. Ήταν μαζί τους και ένας νεαρός Έλληνας, ένα βοσκόπουλο.Ψήθηκε το αρνί και ο πασάς ρίχτηκε λαίμαργα στο φαί. Ενθουσιασμένος φώναζε κάθε τόσο:

-Γεια σας, παιδιά! Μπράβο! Ωραία το ψήσατε!

Ο μικρός Έλληνας, σαν τελείωσε τη δουλειά του, αποτραβήχτηκε λίγο παράμερα. Κοίταζε ολόγυρα λυπημένος κι όλο αναστέναζε:

<<Aχ,αχ!δυστυχία μας! αλίμονο μας!>>

-Ε Ρωμιόπουλο! Έλα κοντά μου. Γιατί αναστενάζεις;

-Πώς να μην αναστενάζω, πασά μου, σαν συλλογίζομαι πως όλα αυτά τα ωραία μέρη ήταν δικά μας και μας τα πήρατε;

 -Mπα! ξέρεις, βλέπω, και ιστορία, τσοπανόπουλο! Ναι, ήταν δικά σας, μα ο Αλλάχ θέλησε να τα δώσει σ' εμάς.

-Μα ξέρεις πασά μου, τι λένε οι γερόντοι μας και τα τραγούδια μας;

<<Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα 'ναι>>.

Ο πασάς θύμωσε.

-Καλέ τι μας λες! Βλέπεις αυτή τη σούβλα, που ψήσαμε το αρνί;

Nα τη μπήγω στη γη και, όταν αυτή ρίξει ρίζες και γίνει δέντρο, τότε κι αυτά τα μέρη θα ξαναγίνουν ελληνικά.

-Μακάρι! ευχήθηκε το Ελληνόπουλο.

Ο πασάς έμπηξε τη σούβλα και τότε έγινε το θαύμα. Η σούβλα έπιασε, βλάστησε κι έγινε ένα ωραίο ψηλό κυπαρίσσι. Το κυπαρίσσι αυτό έζησε, ώσπου η Ελλάδα ξανάγινε ελεύθερη.