Πινακωτή - πινακωτή
Τα παιδιά μαζεύονται σε μια μεριά και σχηματίζουν μια ομάδα: τη «μάνα» και «τ'
αρνάκια» της. Απέναντί τους, σε κάποια απόσταση,
στέκεται ο «απεσταλμένος» του βασιλιά.
Η μάνα κάθεται σ' ένα σκαλοπάτι ή σκαμνί, και πάνω της κάθεται το
«χαϊδεμένο» αρνάκι
της. Δίπλα του κάθονται τα υπόλοιπα παιδιά, το ένα πλάι άλλο.
Τα παιδιά βάζουν το χέρι στο αυτί τους, για ν' ακούνε, τάχα, καλά.
Έρχεται από απέναντι ο απεσταλμένος του βασιλιά και με δυνατή φωνή κάνει τον
παρακάτω διάλογο με καθένα από τα παιδιά της σειράς,
διαδοχικά, ώσπου να φτάσει στη μάνα:
Απεσταλμένος: Πινακωτή πινακωτή! Ο απεσταλμένος του βασιλιά απλώνει το χέρι του κι ακουμπώντας ένα ένα τα κεφάλια των παιδιών τα αξιολογεί λέγοντας: «Αυτό βρομάει κοτίλα, κοπριά κ.τ.λ... Α, αυτό μυρίζει κανέλα ! Το παίρνω!» |
Ο απεσταλμένος παίρνει αυτό το παιδί και φεύγει. Το αφήνει, ξανάρχεται και επαναλαμβάνεται ο ίδιος διάλογος μέχρι ο απεσταλμένος να πάρει όλα τ' αρνιά της μάνας. Της μένει τελικά μόνο το μανάρι της. Ο απεσταλμένος το ζητά κι ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:
Μάνα:
Δεν έχω άλλο.
Απεσταλμένος:
Έχεις.
Μάνα:
Ένα το 'χω, δεν το δίνω, μα τον Άγιο Κωνσταντίνο!
Απεσταλμένος:
Θα μου το δώσεις!
Μάνα:
Αυτό το θέλω για να με πλένει, να με χτενίζει, να με ψειρίζει.
Απεσταλμένος:
Θα το πάρω!
Μάνα:
Έλα να το βρεις!
Στα λόγια αυτά, όλα τα παιδιά έρχονται και τριγυρίζουν τη μάνα με το μανάρι της και προσπαθούν να το κρύψουν από τα μάτια του απεσταλμένου.
Απεσταλμένος: Θα το βρω. Για δείξτε μου όλοι το δαχτυλάκι σας!
Τα παιδιά τού προτείνουν το μικρό δαχτυλάκι τους. Μαζί τους βέβαια απλώνει το δαχτυλάκι του και το μανάρι. Ο απεσταλμένος αγγίζει ένα ένα τα δάχτυλα των παιδιών και λέει:
Απεσταλμένος: Αυτό δεν είναι... Αυτό δεν είναι...
Αν ο απεσταλμένος αναγνωρίσει το δαχτυλάκι του μαναριού, λέει:
Απεσταλμένος: Αυτό είναι, και το παίρνω!
Το παίρνει και φεύγει, και το παιχνίδι τελειώνει. Αν όχι, ξεκινάει απ' την αρχή το παιχνίδι.